Πέμπτη 7 Ιουλίου 2011

Μισώ τους ταξιτζήδες. Εσείς;;; ή Ο Βαγγέλης ο Τραμπαρίφας

Ishkantar




Δεν ξέρω αν είναι τυχαίο ή κι αν έχει σημασἰα που στο αρχαίο ελληνικό
θέατρο αυτοί που έρχονται από τον αγρό ή αποχωρούν από αυτόν
χρησιμοποιούν την αριστερή πόρτα, κι αντίθετα οι αστοί, όχι πάντα
αγανακτισμένοι, χρησιμοποιούν, τη δεξιά πόρτα.

Όταν οι αγρότες που έγιναν ταξιτζήδες βρίσκονται σε μονόδρομους και
παρκάρουν από την δεξιά μεριά, αυτή των αστών, ανοίγουν πάντα την
πόρτα τους χωρίς να κοιτάζουν τον ποδηλάτη που έρχεται αμέριμνος από
πίσω τους και καταπάνω στην πόρτα τους! Αυτό μου συνέβη προχθές έξω
από το Δημαρχείο, αλλά βέβαια, αυτό είναι κάτι που κάνουν όλοι οι
συμπολίτες μας. Άρα αυτός δεν είναι ο λόγος που μισώ –η σωστή λέξη
είναι: «σιχαίνομαι»-τους ταξιτζήδες.

Μπορώ να σας λέω, όχι μόνο φρικιαστικές αλλά και πραγματικές ιστορίες
με ταξιτζήδες μέχρι αύριο. Κυρίως στη Χώρα, αλλά κι εδώ στη μικρή μας
πόλη. Κι εσείς θα έχετε άλλες τόσες ιστορίες να διηγηθείτε...

Περί όνου σκιάς ο τσακωμός, θα πουν κάποιοι, αλλά όταν ποδηλατείς κάτω
από τον ανελέητο ήλιο και τις παγίδες των κακομπαλωμένων δρόμων μας,
έχει και η σκιά του γαϊδουριού (ή να πω ευγενικότερα η σκιά της
πόρτας) του συμπολίτη μας, τη σημασία της...

Αυτό, θα μου πείτε, που έχει περισσότερη σημασία, είναι ότι στον
περιπλοκότερο κόσμο των δικών μας ημερών οι ταχύτητες είναι εντελώς
διαφορετικές. Συμφωνώ, και θυμήθηκα προχθές αυτό που στην υποχρεωτική
μας εκπαίδευση οι παλαιότεροι -όχι και τόσο παλαιοί πια-
διδασκόμασταν, ελπίζω να διδάσκονται και τα παιδιά σας, τον ορισμό του
Αριστοτἐλη για την τραγωδία.

Πράξη σπουδαία και τελεία λοιπόν, που, όποιος ήθελε, πούλαγε το
προικώο και αγόραζε μιαν άδεια ταξί. Έβαζε μετά δύο φιλαράκια του,
οδηγούς για υπάλληλους ή συνέταιρους και γυρνάγανε οι τρεις τους και
κάνανε τους ταξιτζήδες, εικοσιτέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο,
βρώμικοι, κουρασμένοι κι ενίοτε με ερεθισμένη τη γενετήσια ορμή τους.

Άλλος ήρθε με Αυστραλέζικα ντάλαρς κι αγόρασε κι αυτός τρεις άδειες
ταξί και κάθε Παρασκευή του πέφτανε το νοίκι, άλλα λόγια μη μου λέτε,
παρακαλώ.

Κι ο γλυκός ο λόγος: Ο φίλος μου ο Βαγγέλης, που έχει σπουδάσει
Αρχιτεκτονική στο Ρότερνταμ, αλλά δεν καταδεχότανε να πει στο μπάρμπα
του να τον βολέψει στην Πολεοδομία, δουλεύει ταξιτζής. Κι αυτός
κουρασμένος κι ερεθισμένος από την καλοκαιριάτικη ζέστη, κι αυτός
άνθρωπος είναι, δουλεύει οκτώ ώρες από τ' απόγευμα ως τα χαράματα,
κλέβει όποτε μπορεί κανένα αγώι από το αφεντικό που μένει στην Αθήνα,
αποδείξεις δεν κόβει, αλλά πάλι δε βγαίνει. Η δουλειά είναι πεσμένη.
Σκέφτεται όμως ότι αν αγοράσει το σαράβαλο του συχωρεμένου του γέρο-
Τραμπαρίφα από την κόρη του τη Βάνα που πρόπερσι πούλησε την άδεια για
50.000 ευρώ, με πλαστό βέβαια συμβόλαιο για να μην πληρώσει και το
φόρο, κι αν, λοιπόν, το σουλουπώσει το σαράβαλο, μπορεί και να
φτιάξουνε τα πράγματα. Ας είναι πολλά τα έξοδα, τα έχει, λέει,
υπολογίσει. Με το δικό του μαραφέτι θα καταφέρει να κουτσοβολευτεί.
Μου ζητάει δάνειο πέντε χιλιάρικα για να τα κουνήσει στη Βάνα που ζει
με κάτι οικονομίες γιατί το επίδομα ανεργίας κόπηκε. Τώρα, λέει,
μπορεί να βγάλει την άδεια τζάμπα. Του αρέσει και η Βάνα που αγόρασε
με τα πενήντα χιλιάρικα από την άδεια του πατέρα της ένα αυθαίρετο
πάνω στη θάλασσα.

Τον μουτζούρη αυτής της ιστορίας τον έχει πάρει ο Σήφης. Τίμιο
ανθρωπάκι απ’ αυτά που αγαπάει ο Θεός, ο οποίος Σήφης, μόλις βγήκε στη
σύνταξη από την Ολυμπιακή πριν δυόμισι χρόνια, σαράντα οχτώ χρονών
συνταξιούχος δεν το χώνευε, αγόρασε με τις οικονομίες του την άδεια
του Τραμπαρίφα από τη Βάνα και κάνει τον ταξιτζή κι εκείνος.
Τουλάχιστον δε χρωστάει στις τράπεζες...

Να του δανείσω, δι’ ελέου και φόβου, του Βαγγέλη τα πέντε χιλιάρικα ή
να περιμένω μην και δεν ισχύσουν τα νέα μέτρα ?